Εκπέμπω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εκπέμπω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
излъчват, излъчва, отделят, емитират, да излъчват
Εκπέμπω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκπέμπω

εκπέμπω αόριστος, εκπέμπω κλίση, πέμπω αρχικοί χρόνοι, εκπέμπω in english, εκπέμπω συνώνυμα, εκπέμπω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εκπέμπω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εκουσίως στα βουλγαρικά - доброволно, доброволно да, доброволно се, желание
  • εκούσια στα βουλγαρικά - доброволно, доброволно да, доброволно се, желание
  • εκπίπτω στα βουλγαρικά - отлив, отпадналост, намалява силата, залез
  • εκπαίδευση στα βουλγαρικά - обучение, тренировка, образование, образованието, на образованието, образователната
Τυχαίες λέξεις
Εκπέμπω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: излъчват, излъчва, отделят, емитират, да излъчват