Εκπέμπω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εκπέμπω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
transmissão, irradiar, raça, eminente, radiar, emita-se, emitir, emitem, emite, emita, emitirá
Εκπέμπω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκπέμπω

εκπέμπω αόριστος, εκπέμπω κλίση, πέμπω αρχικοί χρόνοι, εκπέμπω in english, εκπέμπω συνώνυμα, εκπέμπω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκπέμπω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εκουσίως στα πορτογαλικά - tensão, voluntariamente, voluntária, voluntário
  • εκούσια στα πορτογαλικά - tensão, voluntariamente, voluntária, voluntário
  • εκπίπτω στα πορτογαλικά - cair, deduza, baixar, tirar, fiel, deduzir, descontar, ...
  • εκπαίδευση στα πορτογαλικά - educação, ensino, a educação, formação, de educação
Τυχαίες λέξεις
Εκπέμπω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: transmissão, irradiar, raça, eminente, radiar, emita-se, emitir, emitem, emite, emita, emitirá