Εκπέμπω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εκπέμπω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útsending, útvarp, gefa frá sér, losa, senda frá sér, gefa frá, senda frá
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπέμπω
εκπέμπω αόριστος, εκπέμπω κλίση, πέμπω αρχικοί χρόνοι, εκπέμπω in english, εκπέμπω συνώνυμα, εκπέμπω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εκπέμπω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εκουσίως στα ισλανδικά - frjálsum vilja, sjálfviljugur, af frjálsum vilja, sjálfviljugir, frjálsum
- εκούσια στα ισλανδικά - frjálsum vilja, sjálfviljugur, af frjálsum vilja, sjálfviljugir, frjálsum
- εκπίπτω στα ισλανδικά - lækka, fall, hrapa, falla, EBB
- εκπαίδευση στα ισλανδικά - menntun, menntunar, nám, fræðsla, aðgreiningar
Τυχαίες λέξεις
Εκπέμπω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: útsending, útvarp, gefa frá sér, losa, senda frá sér, gefa frá, senda frá
Μεταφράσεις: útsending, útvarp, gefa frá sér, losa, senda frá sér, gefa frá, senda frá