Εκπέμπω στα ουγγρικά
Μετάφραση: εκπέμπω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kibocsát, bocsátanak ki, bocsát ki, bocsátanak, bocsát
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπέμπω
εκπέμπω αόριστος, εκπέμπω κλίση, πέμπω αρχικοί χρόνοι, εκπέμπω in english, εκπέμπω συνώνυμα, εκπέμπω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εκπέμπω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εκουσίως στα ουγγρικά - akaratlagosan, önként, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan
- εκούσια στα ουγγρικά - önként, akaratlagosan, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan
- εκπίπτω στα ουγγρικά - elbukás, lehullás, hullás, tönkrejutás, apály, Ebb, hanyatlás, ...
- εκπαίδευση στα ουγγρικά - begyakoroltatás, felfuttatás, idomítás, oktatás, oktatási, az oktatás, oktatásban, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκπέμπω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kibocsát, bocsátanak ki, bocsát ki, bocsátanak, bocsát
Μεταφράσεις: kibocsát, bocsátanak ki, bocsát ki, bocsátanak, bocsát