Εκπέμπω στα λιθουανικά
Μετάφραση: εκπέμπω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
valandėlė, spinduliuoti, skleisti, išmesti, išmeta, skleidžia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπέμπω
εκπέμπω αόριστος, εκπέμπω κλίση, πέμπω αρχικοί χρόνοι, εκπέμπω in english, εκπέμπω συνώνυμα, εκπέμπω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εκπέμπω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εκουσίως στα λιθουανικά - savanoriškai, noru, savo noru, valia
- εκούσια στα λιθουανικά - savanoriškai, noru, savo noru, valia
- εκπίπτω στα λιθουανικά - ruduo, prietema, kristi, atoslūgis, kritimas, Maksimalus greitis aukštos srovės, Atplūdi, ...
- εκπαίδευση στα λιθουανικά - treniravimas, švietimas, ugdymas, švietimo, išsilavinimas, mokymas
Τυχαίες λέξεις
Εκπέμπω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: valandėlė, spinduliuoti, skleisti, išmesti, išmeta, skleidžia
Μεταφράσεις: valandėlė, spinduliuoti, skleisti, išmesti, išmeta, skleidžia