Εκπέμπω στα ρουμανικά
Μετάφραση: εκπέμπω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
transmite, emite, emit, emită, emita, să emită
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπέμπω
εκπέμπω αόριστος, εκπέμπω κλίση, πέμπω αρχικοί χρόνοι, εκπέμπω in english, εκπέμπω συνώνυμα, εκπέμπω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εκπέμπω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εκουσίως στα ρουμανικά - de bunăvoie, voluntar, mod voluntar, în mod voluntar, bună voie
- εκούσια στα ρουμανικά - de bunăvoie, voluntar, mod voluntar, în mod voluntar, bună voie
- εκπίπτω στα ρουμανικά - toamnă, cădere, deduce, amurg, capitulare, declin, reflux, ...
- εκπαίδευση στα ρουμανικά - educație, educației, educația, învățământ, învățământul
Τυχαίες λέξεις
Εκπέμπω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: transmite, emite, emit, emită, emita, să emită
Μεταφράσεις: transmite, emite, emit, emită, emita, să emită