Εκπέμπω στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκπέμπω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stralen, uitstralen, uitzenden, omroepen, uitstoten, stoten, zenden
Εκπέμπω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκπέμπω

εκπέμπω αόριστος, εκπέμπω κλίση, πέμπω αρχικοί χρόνοι, εκπέμπω in english, εκπέμπω συνώνυμα, εκπέμπω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκπέμπω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκουσίως στα ολλανδικά - vrijwillig, vrijwillige, vrijwillige basis, op vrijwillige basis, op vrijwillige
  • εκούσια στα ολλανδικά - vrijwillig, vrijwillige, vrijwillige basis, op vrijwillige basis, op vrijwillige
  • εκπίπτω στα ολλανδικά - val, schemering, herfst, aftrekken, afdaling, najaar, rissen, ...
  • εκπαίδευση στα ολλανδικά - opleiding, onderwijs, opvoeding, het onderwijs, Education
Τυχαίες λέξεις
Εκπέμπω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stralen, uitstralen, uitzenden, omroepen, uitstoten, stoten, zenden