Εκπέμπω στα δανικά
Μετάφραση: εκπέμπω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udsender, udsende, udleder, udlede, afgiver
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπέμπω
εκπέμπω αόριστος, εκπέμπω κλίση, πέμπω αρχικοί χρόνοι, εκπέμπω in english, εκπέμπω συνώνυμα, εκπέμπω λεξικό γλώσσας δανικά, εκπέμπω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εκουσίως στα δανικά - frivilligt, frivillig, frivilligt at, frivilligt har, frivillig basis
- εκούσια στα δανικά - frivilligt, frivillig, frivilligt at, frivilligt har, frivillig basis
- εκπίπτω στα δανικά - fald, falde, efterår, ebbe, ebb
- εκπαίδευση στα δανικά - uddannelse, træning, undervisning, uddannelser, uddannelses-
Τυχαίες λέξεις
Εκπέμπω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udsender, udsende, udleder, udlede, afgiver
Μεταφράσεις: udsender, udsende, udleder, udlede, afgiver