Ενισχύω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ενισχύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поддръжка, усилилата, назад, reenforce
Ενισχύω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενισχύω

ενισχύω english, ενισχύω αντίθετο, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενισχύω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ενικός στα βουλγαρικά - единствено число, единствено, единствен, особена, в единствено число
  • ενισχυτής στα βουλγαρικά - усилвател, усилвателя, усилвател на
  • εννέα στα βουλγαρικά - девет, и девет, деветте, на девет, деветстотин
  • εννοώ στα βουλγαρικά - среден, означава, кажа, да кажа
Τυχαίες λέξεις
Ενισχύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: поддръжка, усилилата, назад, reenforce