Ενισχύω στα ουγγρικά
Μετάφραση: ενισχύω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vissza, hátsó, reenforce
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενισχύω
ενισχύω english, ενισχύω αντίθετο, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενισχύω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ενικός στα ουγγρικά - egyes, egyes szám, szinguláris, egyedülálló, egyedi, egyes számban
- ενισχυτής στα ουγγρικά - erősítő, erősítőt, erősítővel, erősítőhöz
- εννέα στα ουγγρικά - kilenc, baseballcsapat, nine, a kilenc
- εννοώ στα ουγγρικά - középérték, középút, jelent, jelenti azt, értem
Τυχαίες λέξεις
Ενισχύω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vissza, hátsó, reenforce
Μεταφράσεις: vissza, hátsó, reenforce