Ενισχύω στα εσθονικά

Μετάφραση: ενισχύω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tugevdama, toetama, tõuge, võimendama, tõstma, tagurdama, tagakülg, reenforce
Ενισχύω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενισχύω

ενισχύω english, ενισχύω αντίθετο, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ενισχύω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ενικός στα εσθονικά - ainsus, singular, ainsuses, ainsuse, ainulaadne, ainsust
  • ενισχυτής στα εσθονικά - võimendi, Helivõimendi, võimendiga, Amplifier, kõlarid
  • εννέα στα εσθονικά - üheksa, üheksast, üheksat, üheksas, üheksasaja
  • εννοώ στα εσθονικά - õel, tähendama, keskmine, tähendab, tähenda, tähendada
Τυχαίες λέξεις
Ενισχύω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tugevdama, toetama, tõuge, võimendama, tõstma, tagurdama, tagakülg, reenforce