Ενισχύω στα ισλανδικά

Μετάφραση: ενισχύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hryggur, bak, efla, magna, aftur, reenforce
Ενισχύω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενισχύω

ενισχύω english, ενισχύω αντίθετο, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενισχύω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενικός στα ισλανδικά - eintala, eintölu, í eintölu, einstakur, eintölu-
  • ενισχυτής στα ισλανδικά - nagnari, magnari, magnara
  • εννέα στα ισλανδικά - níu, og níu, fyrstu níu, niu
  • εννοώ στα ισλανδικά - ætla, meina, þýtt, þýða, átt, þýðir
Τυχαίες λέξεις
Ενισχύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hryggur, bak, efla, magna, aftur, reenforce