Ενισχύω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ενισχύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзаду, абараняць, сьпiна, армаваць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενισχύω
ενισχύω english, ενισχύω αντίθετο, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενισχύω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ενικός στα λευκορωσικά - асаблівы, адмысловы, асаблівую, асобы, спецыяльны
- ενισχυτής στα λευκορωσικά - ўзмацняльнік, узмацняльнік, Гідраўзмацняльнік
- εννέα στα λευκορωσικά - дзевяць, девять
- εννοώ στα λευκορωσικά - чуць, азначаць
Τυχαίες λέξεις
Ενισχύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адзаду, абараняць, сьпiна, армаваць
Μεταφράσεις: адзаду, абараняць, сьпiна, армаваць