Ενισχύω στα τούρκικα

Μετάφραση: ενισχύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belkemiği, kuvvetlendirmek, omurga, arka, geri, yine, sırt, ilerletmek, arkalık, reenforce
Ενισχύω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενισχύω

ενισχύω english, ενισχύω αντίθετο, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενισχύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ενικός στα τούρκικα - acayip, tekil, tek, tekil bir, singular
  • ενισχυτής στα τούρκικα - amplifikatör, amplifikatörü, yükseltici, yükselteç, kuvvetlendirici
  • εννέα στα τούρκικα - dokuz
  • εννοώ στα τούρκικα - orta, cimri, hasis, ortalama, demek, anlamına, anlama, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενισχύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: belkemiği, kuvvetlendirmek, omurga, arka, geri, yine, sırt, ilerletmek, arkalık, reenforce