Ενισχύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ενισχύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esforçar, força, reforçar, dorso, fortificar, costas, amplificar, poder, reenforce
Ενισχύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενισχύω

ενισχύω english, ενισχύω αντίθετο, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενισχύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενικός στα πορτογαλικά - único, excêntrico, ímpar, bizarro, esquisito, barroco, incomparável, ...
  • ενισχυτής στα πορτογαλικά - amplificador, amplificador de, do amplificador, amplifier, amplificadores
  • εννέα στα πορτογαλικά - nilo, nove, de nove, nove anos, e nove, nine
  • εννοώ στα πορτογαλικά - entender, meio, avarento, significar, achar, denotar, avaro, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενισχύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esforçar, força, reforçar, dorso, fortificar, costas, amplificar, poder, reenforce