Εργοδότης στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εργοδότης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
работодател, работодателя, работодателят, на работодателя
Εργοδότης στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργοδότης

εργοδότης στα αγγλικά, εργοδότης δεν πληρώνει, εργοδότης ορισμός, εργοδότης σκότωσε, εργοδότης σύζυγος, εργοδότης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εργοδότης στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εργατικός στα βουλγαρικά - трудолюбив, трудолюбиви, трудолюбива, работливи, прилежни
  • εργοδηγός στα βουλγαρικά - осветител, дядка, чорбаджия, работодател, надзирател
  • εργολάβος στα βουλγαρικά - предприемач, изпълнител, изпълнителя, контрагент
  • εργοστάσιο στα βουλγαρικά - фабрика, растения, завод, фабриката, завода, фабрично
Τυχαίες λέξεις
Εργοδότης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: работодател, работодателя, работодателят, на работодателя