Εργοδότης στα ολλανδικά
Μετάφραση: εργοδότης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
patroon, werkgever, de werkgever, werkgevers
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργοδότης
εργοδότης στα αγγλικά, εργοδότης δεν πληρώνει, εργοδότης ορισμός, εργοδότης σκότωσε, εργοδότης σύζυγος, εργοδότης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εργοδότης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εργατικός στα ολλανδικά - ijverig, naarstig, nijver, vlijtig, arbeidzaam, ijverige
- εργοδηγός στα ολλανδικά - baas, meester, heer, ploegbaas, ouwe baas, Gaffer, Gaffer van, ...
- εργολάβος στα ολλανδικά - aannemer, bouwondernemer, contractant, opdrachtnemer, contractor, opdrachtgever
- εργοστάσιο στα ολλανδικά - molen, metaalfabriek, fabriek, gewas, aanplanten, plant, poten, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργοδότης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: patroon, werkgever, de werkgever, werkgevers
Μεταφράσεις: patroon, werkgever, de werkgever, werkgevers