Εργοδότης στα γερμανικά
Μετάφραση: εργοδότης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chef, firma, arbeitgeber, Arbeitgeber, Arbeitgebers, Unternehmer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργοδότης
εργοδότης στα αγγλικά, εργοδότης δεν πληρώνει, εργοδότης ορισμός, εργοδότης σκότωσε, εργοδότης σύζυγος, εργοδότης λεξικό γλώσσας γερμανικά, εργοδότης στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εργατικός στα γερμανικά - fleißig, ausdauernd, emsig, arbeitsam, fleißigen, fleißige, fleißiger
- εργοδηγός στα γερμανικά - vorarbeiter, meister, chef, polier, Oberbeleuchter, gaffer, Beleuchter Bühnenbau, ...
- εργολάβος στα γερμανικά - auftragnehmer, Auftragnehmer, Unternehmer, Bauunternehmers, Vertragspartner
- εργοστάσιο στα γερμανικά - gewächs, kraut, pflanze, einrichten, stiften, pflanzen, werk, ...
Τυχαίες λέξεις
Εργοδότης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: chef, firma, arbeitgeber, Arbeitgeber, Arbeitgebers, Unternehmer
Μεταφράσεις: chef, firma, arbeitgeber, Arbeitgeber, Arbeitgebers, Unternehmer