Εργοδότης στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εργοδότης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працадаўца, работадаўца, работадавец
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργοδότης
εργοδότης στα αγγλικά, εργοδότης δεν πληρώνει, εργοδότης ορισμός, εργοδότης σκότωσε, εργοδότης σύζυγος, εργοδότης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εργοδότης στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εργατικός στα λευκορωσικά - працавіты, працалюбівы
- εργοδηγός στα λευκορωσικά - стары, стары чалавек, дзед
- εργολάβος στα λευκορωσικά - падрадчык
- εργοστάσιο στα λευκορωσικά - саджаць, расьлiна, нага, млын, завод
Τυχαίες λέξεις
Εργοδότης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: працадаўца, работадаўца, работадавец
Μεταφράσεις: працадаўца, работадаўца, работадавец