Εύθρυπτος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εύθρυπτος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ронлив, ронлива, ронливи, ронливо, рохкава
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύθρυπτος
εύθρυπτος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εύθρυπτος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εύθικτος στα βουλγαρικά - докачлив, чувствителен, докачлива, докачливи, раздразнителен
- εύθραυστος στα βουλγαρικά - крехък, крехки, чуплива, чуплив, чупливи
- εύθυμος στα βουλγαρικά - веселях, игривия, гей, весел, весели, Merry, весела, ...
- εύκαμπτος στα βουλγαρικά - гъвкав, подвижен, гъвкава, гъвкави, гъвкаво
Τυχαίες λέξεις
Εύθρυπτος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ронлив, ронлива, ронливи, ронливо, рохкава
Μεταφράσεις: ронлив, ронлива, ронливи, ронливо, рохкава