Εύθρυπτος στα ουκρανικά

Μετάφραση: εύθρυπτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ламкий, пухкий, рихлий, вразливий
Εύθρυπτος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύθρυπτος

εύθρυπτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εύθρυπτος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εύθικτος στα ουκρανικά - дратівливий, сприйнятливий, чутливий, образливий, вразливий, уразливий, дошкульний, ...
  • εύθραυστος στα ουκρανικά - минущий, слабкий, ламкий, крихкий, тендітний, хиткий, тендітна
  • εύθυμος στα ουκρανικά - веселий, юпітер, веселощі, виблискуючий, веселість, товариський, радісний, ...
  • εύκαμπτος στα ουκρανικά - гнучкий, еластичний, згідливий, гнучкість, універсальний, поступливий, мінливий, ...
Τυχαίες λέξεις
Εύθρυπτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ламкий, пухкий, рихлий, вразливий