Εύθρυπτος στα λιθουανικά
Μετάφραση: εύθρυπτος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
purus, puri, purūs, purią, lengvai susmulkinamas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύθρυπτος
εύθρυπτος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εύθρυπτος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εύθικτος στα λιθουανικά - keblus, rizikingas, jautri, įžeidus, Obraźliwy
- εύθραυστος στα λιθουανικά - subtilus, keblus, trapus, trapūs, trapi, trapios, trapių
- εύθυμος στα λιθουανικά - linksmas, linksmai, merry, linksminosi, linksmų
- εύκαμπτος στα λιθουανικά - lankstus, lanksti, lanksčios, lankstūs, lanksčiai
Τυχαίες λέξεις
Εύθρυπτος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: purus, puri, purūs, purią, lengvai susmulkinamas
Μεταφράσεις: purus, puri, purūs, purią, lengvai susmulkinamas