Ηφαιστειακός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ηφαιστειακός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вулканичен, вулканична, вулканичната, вулканично, вулканични
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηφαιστειακός
ηφαιστειακός πόρος, ηφαιστειακός τόφφος, ηφαιστειακός δόμος, ηφαιστειακός χειμώνας, ηφαιστειακός τόφος, ηφαιστειακός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ηφαιστειακός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ηττοπαθής στα βουλγαρικά - пораженец, пораженчески, пораженческо, пораженческа, пораженски
- ηφαίστειο στα βουλγαρικά - вулкан, вулкана, на вулкан, Вулканът
- ηχείο στα βουλγαρικά - резонатор, кутия за звуци
- ηχηρός στα βουλγαρικά - звучен, звучното, звучна, мелодичен, звукоизолиране
Τυχαίες λέξεις
Ηφαιστειακός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вулканичен, вулканична, вулканичната, вулканично, вулканични
Μεταφράσεις: вулканичен, вулканична, вулканичната, вулканично, вулканични