Ηφαιστειακός στα ρωσικά
Μετάφραση: ηφαιστειακός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бурный, огнедышащий, вулканический, вулканическая, вулканического, вулканической, вулканические
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηφαιστειακός
ηφαιστειακός πόρος, ηφαιστειακός τόφφος, ηφαιστειακός δόμος, ηφαιστειακός χειμώνας, ηφαιστειακός τόφος, ηφαιστειακός λεξικό γλώσσας ρωσικά, ηφαιστειακός στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ηττοπαθής στα ρωσικά - пораженец, капитулянт, пораженцем, пораженческая, пораженческой
- ηφαίστειο στα ρωσικά - вулкан, сопка, вулкана, вулканом
- ηχείο στα ρωσικά - громкоговоритель, репродуктор, звуковой ящик, Sound Box, звук Box, звукового ящика, Box Звук
- ηχηρός στα ρωσικά - нашумевший, благозвучный, кричащий, броский, сонорный, шумливый, громкий, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηφαιστειακός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: бурный, огнедышащий, вулканический, вулканическая, вулканического, вулканической, вулканические
Μεταφράσεις: бурный, огнедышащий, вулканический, вулканическая, вулканического, вулканической, вулканические