Ηφαιστειακός στα ιταλικά
Μετάφραση: ηφαιστειακός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vulcanico, vulcanica, vulcaniche, origine vulcanica, di origine vulcanica
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηφαιστειακός
ηφαιστειακός πόρος, ηφαιστειακός τόφφος, ηφαιστειακός δόμος, ηφαιστειακός χειμώνας, ηφαιστειακός τόφος, ηφαιστειακός λεξικό γλώσσας ιταλικά, ηφαιστειακός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ηττοπαθής στα ιταλικά - disfattista, rinunciatario, disfattisti, rinunciataria, disfattismo
- ηφαίστειο στα ιταλικά - vulcano, volcano, del vulcano, vulcano di, il vulcano
- ηχείο στα ιταλικά - altoparlante, cassa di risonanza, cassa armonica, della cassa di risonanza, cassa di risonanza del, la cassa di risonanza
- ηχηρός στα ιταλικά - sgargiante, vistoso, forte, sonoro, rumoroso, sonora, sonore, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηφαιστειακός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: vulcanico, vulcanica, vulcaniche, origine vulcanica, di origine vulcanica
Μεταφράσεις: vulcanico, vulcanica, vulcaniche, origine vulcanica, di origine vulcanica