Ηφαιστειακός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ηφαιστειακός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vulkanisch, vulkanische, vulkaan, de vulkanische
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηφαιστειακός
ηφαιστειακός πόρος, ηφαιστειακός τόφφος, ηφαιστειακός δόμος, ηφαιστειακός χειμώνας, ηφαιστειακός τόφος, ηφαιστειακός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηφαιστειακός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ηττοπαθής στα ολλανδικά - defaitist, defaitistische, defaitistisch, doemdenker, defaitisme
- ηφαίστειο στα ολλανδικά - vulkaan, de vulkaan, volcano, vulkaan van, vulkanisch
- ηχείο στα ολλανδικά - klankkast, correcte doos, klankholte, de klankkast
- ηχηρός στα ολλανδικά - hard, klankrijk, klankvol, schel, stemhebbend, luid, opzichtig, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηφαιστειακός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vulkanisch, vulkanische, vulkaan, de vulkanische
Μεταφράσεις: vulkanisch, vulkanische, vulkaan, de vulkanische