Ηφαιστειακός στα δανικά

Μετάφραση: ηφαιστειακός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vulkansk, vulkanske, af vulkansk
Ηφαιστειακός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηφαιστειακός

ηφαιστειακός πόρος, ηφαιστειακός τόφφος, ηφαιστειακός δόμος, ηφαιστειακός χειμώνας, ηφαιστειακός τόφος, ηφαιστειακός λεξικό γλώσσας δανικά, ηφαιστειακός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ηττοπαθής στα δανικά - opgivende, defaitistisk, defaitistiske, selvopgivende, defaitist
  • ηφαίστειο στα δανικά - vulkan, vulkanen, volcano, vulkanens
  • ηχείο στα δανικά - lydboks, lydboksen, lydfeltet
  • ηχηρός στα δανικά - høj, kraftig, klangfuld, klangfulde, klingende, klangfuldt, klanglige
Τυχαίες λέξεις
Ηφαιστειακός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vulkansk, vulkanske, af vulkansk