Ηφαιστειακός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ηφαιστειακός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вулканічний, випаруватися
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηφαιστειακός
ηφαιστειακός πόρος, ηφαιστειακός τόφφος, ηφαιστειακός δόμος, ηφαιστειακός χειμώνας, ηφαιστειακός τόφος, ηφαιστειακός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ηφαιστειακός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ηττοπαθής στα ουκρανικά - пораженець, пораженец
- ηφαίστειο στα ουκρανικά - вулканолог, вулкан
- ηχείο στα ουκρανικά - гучність, звуковий ящик
- ηχηρός στα ουκρανικά - резонанс, лункий, дзвінкий, сибарит, звучний, людина, пишномовний, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηφαιστειακός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вулканічний, випаруватися
Μεταφράσεις: вулканічний, випаруватися