Ιδιότροπος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ιδιότροπος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
темпераментния, капризен, съчетани с, капризни, причудливите, странен
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιότροπος
ιδιότροπος λεξικό, ιδιότροπος συνωνυμα, ιδιότροπος in english, ιδιότροπος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ιδιότροπος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ιδιόμορφος στα βουλγαρικά - странен, особен, особена, своеобразен, своеобразна
- ιδιότητα στα βουλγαρικά - качество, свойство, имот, собственост, имущество, на имота, имота
- ιδού στα βουλγαρικά - ето, Lo, Ло
- ιδρυτής στα βουλγαρικά - основателя, основател, учредител, основателят, създател
Τυχαίες λέξεις
Ιδιότροπος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: темпераментния, капризен, съчетани с, капризни, причудливите, странен
Μεταφράσεις: темпераментния, капризен, съчетани с, капризни, причудливите, странен