Ιδιότροπος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ιδιότροπος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekscentriškas, keistas, įnoringas, kaprizingų, lepus, aikštingas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιότροπος
ιδιότροπος λεξικό, ιδιότροπος συνωνυμα, ιδιότροπος in english, ιδιότροπος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ιδιότροπος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ιδιόμορφος στα λιθουανικά - savotiškas, Savas, ypatinga, ypatingas, savotiška
- ιδιότητα στα λιθουανικά - savybė, požymis, turtas, nuosavybė, objekto, turto, nuosavybės
- ιδού στα λιθουανικά - štai, Lo, Zaprawde
- ιδρυτής στα λιθουανικά - įkūrėjas, atsakingas asmuo, steigėjas, steigėja, įkūrėjų
Τυχαίες λέξεις
Ιδιότροπος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ekscentriškas, keistas, įnoringas, kaprizingų, lepus, aikštingas
Μεταφράσεις: ekscentriškas, keistas, įnoringas, kaprizingų, lepus, aikštingas