Ιδιότροπος στα δανικά
Μετάφραση: ιδιότροπος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
finurlig, Pudsigt, lunefuld, finurlige, Whimsical
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιότροπος
ιδιότροπος λεξικό, ιδιότροπος συνωνυμα, ιδιότροπος in english, ιδιότροπος λεξικό γλώσσας δανικά, ιδιότροπος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ιδιόμορφος στα δανικά - ental, ejendommelig, ejendommelige, særegne, mærkelig, særegen
- ιδιότητα στα δανικά - egenskab, ejendom, hotel, ejendomme, ejendommen
- ιδού στα δανικά - lo, see
- ιδρυτής στα δανικά - grundlægger, grundlæggeren, stifter, stifteren
Τυχαίες λέξεις
Ιδιότροπος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: finurlig, Pudsigt, lunefuld, finurlige, Whimsical
Μεταφράσεις: finurlig, Pudsigt, lunefuld, finurlige, Whimsical