Ιδιότροπος στα ιταλικά
Μετάφραση: ιδιότροπος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bizzarro, eccentrico, capriccioso, stravagante, estroso, capricciosa, whimsical
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιότροπος
ιδιότροπος λεξικό, ιδιότροπος συνωνυμα, ιδιότροπος in english, ιδιότροπος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ιδιότροπος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ιδιόμορφος στα ιταλικά - unico, straordinario, strano, singolo, bizzarro, singolare, eccezionale, ...
- ιδιότητα στα ιταλικά - qualità, proprietà, immobili, struttura a, beni, di proprietà
- ιδού στα ιταλικά - lo, ecco, Min, di Lo
- ιδρυτής στα ιταλικά - fondatore, fondatrice, il fondatore, fondatore di, fondatori
Τυχαίες λέξεις
Ιδιότροπος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: bizzarro, eccentrico, capriccioso, stravagante, estroso, capricciosa, whimsical
Μεταφράσεις: bizzarro, eccentrico, capriccioso, stravagante, estroso, capricciosa, whimsical