Ιερέας στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ιερέας, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пастор, капелан, свещеник, капеланът, капелана, военен свещеник
Ιερέας στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιερέας

ιερέας συνελήφθη, ιερέας εξαπατούσε άνεργους τάζοντάς τους δουλειά, ιερέας ανατολικής εκκλησίας, ιερέας ξεσαλώνει μέσα στην εκκλησία, ιερέας έπνιξε μωρό στην κολυμπήθρα, ιερέας λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ιερέας στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ιδρυτής στα βουλγαρικά - основателя, основател, учредител, основателят, създател
  • ιδρύω στα βουλγαρικά - изправен, настръхнал, изправени, издигне, изправено
  • ιεραπόστολος στα βουλγαρικά - мисионер, мисионерска, мисионерската, мисионерско, мисионери
  • ιερατείο στα βουλγαρικά - духовенство, свещеничеството, свещенство, свещеничество, на свещеничеството
Τυχαίες λέξεις
Ιερέας στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пастор, капелан, свещеник, капеланът, капелана, военен свещеник