Ιερέας στα ισλανδικά
Μετάφραση: ιερέας, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prestur, Chaplain
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερέας
ιερέας συνελήφθη, ιερέας εξαπατούσε άνεργους τάζοντάς τους δουλειά, ιερέας ανατολικής εκκλησίας, ιερέας ξεσαλώνει μέσα στην εκκλησία, ιερέας έπνιξε μωρό στην κολυμπήθρα, ιερέας λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ιερέας στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ιδρυτής στα ισλανδικά - stofnandi, sökkva, stofnanda, Founder, stofnaði
- ιδρύω στα ισλανδικά - stofnsetja, grundvalla, uppréttur, reisa, reistu, reist, að reisa
- ιεραπόστολος στα ισλανδικά - trúboði, trúboðinn, trúboðar, trúboða
- ιερατείο στα ισλανδικά - prestdæmið, prestdæmi, prestdómur, prestafélag, prestdæminu
Τυχαίες λέξεις
Ιερέας στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: prestur, Chaplain
Μεταφράσεις: prestur, Chaplain