Ιερέας στα σουηδικά
Μετάφραση: ιερέας, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
statsråd, minister, kaplan, prästen, präst, kaplanen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερέας
ιερέας συνελήφθη, ιερέας εξαπατούσε άνεργους τάζοντάς τους δουλειά, ιερέας ανατολικής εκκλησίας, ιερέας ξεσαλώνει μέσα στην εκκλησία, ιερέας έπνιξε μωρό στην κολυμπήθρα, ιερέας λεξικό γλώσσας σουηδικά, ιερέας στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ιδρυτής στα σουηδικά - grundare, grundaren, grundarna, av grundarna, grundade
- ιδρύω στα σουηδικά - grunda, upprätta, etablera, bilda, uppföra, upprätt, resa, ...
- ιεραπόστολος στα σουηδικά - missionär, missions, missionärs, missionären
- ιερατείο στα σουηδικά - prästadömet, prästadöme, prästadömets, prästerskapet, prästerskap
Τυχαίες λέξεις
Ιερέας στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: statsråd, minister, kaplan, prästen, präst, kaplanen
Μεταφράσεις: statsråd, minister, kaplan, prästen, präst, kaplanen