Ιερέας στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ιερέας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ministro, mineração, capelão, capelão do, capelão da, o capelão, capelã
Ιερέας στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιερέας

ιερέας συνελήφθη, ιερέας εξαπατούσε άνεργους τάζοντάς τους δουλειά, ιερέας ανατολικής εκκλησίας, ιερέας ξεσαλώνει μέσα στην εκκλησία, ιερέας έπνιξε μωρό στην κολυμπήθρα, ιερέας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ιερέας στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ιδρυτής στα πορτογαλικά - fundador, fundadora, founder, o fundador, fundador da
  • ιδρύω στα πορτογαλικά - estabelecer, essencial, domiciliar, encontrado, fundar, sujo, estabeleça, ...
  • ιεραπόστολος στα πορτογαλικά - missão, missionário, missionária, missionários
  • ιερατείο στα πορτογαλικά - sacerdócio, do sacerdócio, sacerdotal, o sacerdócio
Τυχαίες λέξεις
Ιερέας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ministro, mineração, capelão, capelão do, capelão da, o capelão, capelã