Ιερέας στα εσθονικά

Μετάφραση: ιερέας, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaimulik, minister, kaplan, kaplaniteenistuse, kaplaniga, kaplani
Ιερέας στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιερέας

ιερέας συνελήφθη, ιερέας εξαπατούσε άνεργους τάζοντάς τους δουλειά, ιερέας ανατολικής εκκλησίας, ιερέας ξεσαλώνει μέσα στην εκκλησία, ιερέας έπνιξε μωρό στην κολυμπήθρα, ιερέας λεξικό γλώσσας εσθονικά, ιερέας στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ιδρυτής στα εσθονικά - asutaja, valaja, rajaja, looja, kaasasutaja, alusepanija
  • ιδρύω στα εσθονικά - asutama, tuvastama, püstitama, püstine, püstitada, püstised, püsti
  • ιεραπόστολος στα εσθονικά - misjonär, misjonäri, misjonitöö, misjonärina, misjonitööd
  • ιερατείο στα εσθονικά - vaimulikkond, preesterkond, preesterluse, preesterlust, preesterlus, preestriameti
Τυχαίες λέξεις
Ιερέας στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vaimulik, minister, kaplan, kaplaniteenistuse, kaplaniga, kaplani