Ισχυρισμός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ισχυρισμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
претенция, иск, твърдение, съгласно претенция, претенции
Ισχυρισμός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχυρισμός

οψιγενής ισχυρισμός, αλυσιτελής ισχυρισμός, ισχυρισμόσ english, αίολος ισχυρισμός, διατροφικός ισχυρισμός, ισχυρισμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ισχυρισμός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ισχνός στα βουλγαρικά - рошав, рунтав, счупен, рядка, рунтава
  • ισχυρίζομαι στα βουλγαρικά - претенция, иск, твърдение, съгласно претенция, претенции
  • ισχυρογνώμονας στα βουλγαρικά - упорит, закоравял, коравосърдечен
  • ισχυρογνώμων στα βουλγαρικά - вироглав, твърдоглавия, твърдоглав, твърдоглава, своеволен
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρισμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: претенция, иск, твърдение, съгласно претенция, претенции