Ισχυρισμός στα εσθονικά

Μετάφραση: ισχυρισμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väide, taotlema, nõudma, nõue, nõudluspunktile, nõude, väite
Ισχυρισμός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχυρισμός

οψιγενής ισχυρισμός, αλυσιτελής ισχυρισμός, ισχυρισμόσ english, αίολος ισχυρισμός, διατροφικός ισχυρισμός, ισχυρισμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, ισχυρισμός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ισχνός στα εσθονικά - kondine, hõre, luider, peenike, lenduv, scraggly
  • ισχυρίζομαι στα εσθονικά - väide, nõudma, taotlema, nõue, nõudluspunktile, nõude, väite
  • ισχυρογνώμονας στα εσθονικά - jonnakas, kangekaelne, paadunud, Taipumaton, Ise otsaga, otsaga
  • ισχυρογνώμων στα εσθονικά - põikpäine, tormakad, jonnakas, Ise otsaga, Uppiniskainen
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρισμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: väide, taotlema, nõudma, nõue, nõudluspunktile, nõude, väite