Ισχυρισμός στα λιθουανικά

Μετάφραση: ισχυρισμός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikalavimas, ieškinys, pretenzija, teiginys, tvirtinimas
Ισχυρισμός στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχυρισμός

οψιγενής ισχυρισμός, αλυσιτελής ισχυρισμός, ισχυρισμόσ english, αίολος ισχυρισμός, διατροφικός ισχυρισμός, ισχυρισμός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ισχυρισμός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ισχνός στα λιθουανικά - susivėlęs, nelygus, retas
  • ισχυρίζομαι στα λιθουανικά - reikalavimas, ieškinys, pretenzija, teiginys, tvirtinimas
  • ισχυρογνώμονας στα λιθουανικά - užsispyręs, užkietėjęs, Skamieniały, kietaširdis, Stūrgalvīgs
  • ισχυρογνώμων στα λιθουανικά - užsispyręs, savavališkas, Zawzięty, savavalis, Stūrgalvīgs
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρισμός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: reikalavimas, ieškinys, pretenzija, teiginys, tvirtinimas