Ισχυρισμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ισχυρισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reivindicação, postular, créditos, alegação, reclamação, afirmação, crédito
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισχυρισμός
οψιγενής ισχυρισμός, αλυσιτελής ισχυρισμός, ισχυρισμόσ english, αίολος ισχυρισμός, διατροφικός ισχυρισμός, ισχυρισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ισχυρισμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ισχνός στα πορτογαλικά - leve, desgrenhada, scraggly, rala, desgrenhado, ralo
- ισχυρίζομαι στα πορτογαλικά - créditos, reivindicação, postular, alegar, alegação, reclamação, afirmação, ...
- ισχυρογνώμονας στα πορτογαλικά - teimoso, obstinado, birrento, renitente, obstinada, obstinados, inflexível
- ισχυρογνώμων στα πορτογαλικά - obstinado, teimoso, birrento, cabeçudo, teimosa, headstrong
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reivindicação, postular, créditos, alegação, reclamação, afirmação, crédito
Μεταφράσεις: reivindicação, postular, créditos, alegação, reclamação, afirmação, crédito