Ισχυρισμός στα ισλανδικά

Μετάφραση: ισχυρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðkall, krafa, kröfu, krafan, tilkall, segjast
Ισχυρισμός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχυρισμός

οψιγενής ισχυρισμός, αλυσιτελής ισχυρισμός, ισχυρισμόσ english, αίολος ισχυρισμός, διατροφικός ισχυρισμός, ισχυρισμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ισχυρισμός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ισχνός στα ισλανδικά - scraggly
  • ισχυρίζομαι στα ισλανδικά - aðkall, krafa, kröfu, krafan, tilkall, segjast
  • ισχυρογνώμονας στα ισλανδικά - obdurate
  • ισχυρογνώμων στα ισλανδικά - kappsamur, kappsmaðr, kappsamr mjök, kappsamur mjög
Τυχαίες λέξεις
Ισχυρισμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: aðkall, krafa, kröfu, krafan, tilkall, segjast