Καθορίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καθορίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дефинират, дефинира, дефиниране, дефинирате, определи
Καθορίζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθορίζω

καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζουν μετάφραση, καθορίζω translation, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζουν μετάφραση αγγλικά, καθορίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καθορίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καθολικός στα βουλγαρικά - католически, католик, католическата, католическа, Католическия
  • καθομιλούμενος στα βουλγαρικά - разговорен, разговорно, разговорни, диалогово, на разговор
  • καθορισμένος στα βουλγαρικά - набор, множество, постоянен, определен, неподвижен, фиксиран, фиксирана
  • καθοριστικός στα βουλγαρικά - определящ, детерминанта, определящ фактор, определящ фактор за
Τυχαίες λέξεις
Καθορίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дефинират, дефинира, дефиниране, дефинирате, определи