Καθορίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: καθορίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einsetja, tilvitna, tilgreina, ákveða, skilgreina, að skilgreina, define, að tilgreina
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθορίζω
καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζουν μετάφραση, καθορίζω translation, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζουν μετάφραση αγγλικά, καθορίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καθορίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- καθολικός στα ισλανδικά - kaþólskur, Catholic, kaþólska, kaþólsku, kaþólsk
- καθομιλούμενος στα ισλανδικά - samtals
- καθορισμένος στα ισλανδικά - fast, fastur, fasta, föstum, föst
- καθοριστικός στα ισλανδικά - ákveða, ákveðu, ráða, ræður, ráði
Τυχαίες λέξεις
Καθορίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: einsetja, tilvitna, tilgreina, ákveða, skilgreina, að skilgreina, define, að tilgreina
Μεταφράσεις: einsetja, tilvitna, tilgreina, ákveða, skilgreina, að skilgreina, define, að tilgreina