Καθορίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: καθορίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apibūdinti, apibrėžti, nustatyti, nustato, apibrėžia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθορίζω
καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζουν μετάφραση, καθορίζω translation, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζουν μετάφραση αγγλικά, καθορίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθορίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καθολικός στα λιθουανικά - katalikų, Katalikas, katalikiška, catholic, kataliko
- καθομιλούμενος στα λιθουανικά - žargonas, pokalbio, šnekamoji, Dialogo, šnekamosios, Konwersacyjny
- καθορισμένος στα λιθουανικά - aibė, fiksuotas, fiksuoto, fiksuota, fiksuotų, fiksuotos
- καθοριστικός στα λιθουανικά - determinantas, lemiamas, lemiantis, veiksnys, lemiantis veiksnys
Τυχαίες λέξεις
Καθορίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apibūdinti, apibrėžti, nustatyti, nustato, apibrėžia
Μεταφράσεις: apibūdinti, apibrėžti, nustatyti, nustato, apibrėžia