Καθορίζω στα σλοβενικά

Μετάφραση: καθορίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ugotoviti, ustanovit, uvést, opredeliti, opredeli, opredelijo, opredeljujejo, določiti
Καθορίζω στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθορίζω

καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζουν μετάφραση, καθορίζω translation, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζουν μετάφραση αγγλικά, καθορίζω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, καθορίζω στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • καθολικός στα σλοβενικά - katolík, Katoliška, katoliški, catholic, katoliško, Katolik
  • καθομιλούμενος στα σλοβενικά - žargon, Pogovori, pogovorne, pogovorni, konverzacijski, Pogovorno
  • καθορισμένος στα σλοβενικά - statutární, fiksna, fiksni, fiksno, fiksne, fiksen
  • καθοριστικός στα σλοβενικά - determinanta, determinanto, dejavnik, odločilni, odločilno
Τυχαίες λέξεις
Καθορίζω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: ugotoviti, ustanovit, uvést, opredeliti, opredeli, opredelijo, opredeljujejo, določiti