Καθορίζω στα νορβηγικά
Μετάφραση: καθορίζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avgjøre, sitere, definere, definerer, angi, å definere, define
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθορίζω
καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζουν μετάφραση, καθορίζω translation, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζουν μετάφραση αγγλικά, καθορίζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, καθορίζω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- καθολικός στα νορβηγικά - katolske, katolsk, Catholic
- καθομιλούμενος στα νορβηγικά - conversational, konversasjon, konversasjons, ¨å, samtale
- καθορισμένος στα νορβηγικά - legge, fast, faste, bestemt, fastsatt
- καθοριστικός στα νορβηγικά - avgjørende, determinant, determinanten, bestemmende, bestemmende faktor
Τυχαίες λέξεις
Καθορίζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: avgjøre, sitere, definere, definerer, angi, å definere, define
Μεταφράσεις: avgjøre, sitere, definere, definerer, angi, å definere, define