Καταμερισμός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καταμερισμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разпределение, разпределяне, за разпределение, пропорционално разпределяне
Καταμερισμός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταμερισμός

καταμερισμός εργασίας wikipedia, καταμερισμός εργασίας μαρξ, καταμερισμός συνώνυμο, καταμερισμός εργασίας, καταμερισμόσ των έργων, καταμερισμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καταμερισμός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καταλύω στα βουλγαρικά - клуб, домил, катализират, катализира, катализиране, да катализира, катализиране на
  • καταμέτρηση στα βουλγαρικά - измерение, измерване, броене, граф, броя, преброяване, брои
  • καταμετρώ στα βουλγαρικά - разпределям, определям капацитета на, отмервам, определям дела на, определям количеството на
  • κατανάλωση στα βουλγαρικά - консумация, потребление, потреблението, консумация от, потреблението на
Τυχαίες λέξεις
Καταμερισμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разпределение, разпределяне, за разпределение, пропорционално разпределяне