Καταμερισμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καταμερισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atribuição, rateio, repartição, de repartição, distribuição, partilha
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταμερισμός
καταμερισμός εργασίας wikipedia, καταμερισμός εργασίας μαρξ, καταμερισμός συνώνυμο, καταμερισμός εργασίας, καταμερισμόσ των έργων, καταμερισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καταμερισμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καταλύω στα πορτογαλικά - alojar, albergar, gafanhoto, catalisar, catalisam, catalizar, catalisar a, ...
- καταμέτρηση στα πορτογαλικά - medida, medir, medição, contar, contagem, Quantidade, Quantidade de, ...
- καταμετρώ στα πορτογαλικά - fazer partilhas
- κατανάλωση στα πορτογαλικά - consumo, consumo de, o consumo, o consumo de, do consumo
Τυχαίες λέξεις
Καταμερισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: atribuição, rateio, repartição, de repartição, distribuição, partilha
Μεταφράσεις: atribuição, rateio, repartição, de repartição, distribuição, partilha