Καταμερισμός στα τούρκικα
Μετάφραση: καταμερισμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paylaştırma, paylaştırılması, bölüştürme, bölüştürmenin, tevzii hususunda karar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταμερισμός
καταμερισμός εργασίας wikipedia, καταμερισμός εργασίας μαρξ, καταμερισμός συνώνυμο, καταμερισμός εργασίας, καταμερισμόσ των έργων, καταμερισμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, καταμερισμός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καταλύω στα τούρκικα - kulübe, kolaylaştırmak, katalize, katalize eden, katalizler, katalizlemek
- καταμέτρηση στα τούρκικα - saymak, sayılmasını, edilme sayısı, sayımı, sayım
- καταμετρώ στα τούρκικα - admeasure
- κατανάλωση στα τούρκικα - tüketim, tüketimi, tüketiminin, tüketimini, sarfiyatı
Τυχαίες λέξεις
Καταμερισμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: paylaştırma, paylaştırılması, bölüştürme, bölüştürmenin, tevzii hususunda karar
Μεταφράσεις: paylaştırma, paylaştırılması, bölüştürme, bölüştürmenin, tevzii hususunda karar